Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖον

См. также в других словарях:

  • πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… …   Dictionary of Greek

  • ՅՈԼՈՎԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 2 0366 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 9c, 10c, 12c ա. πλείων, ον, πλεῖστος, πολύς, ἰκανός plus, plures, plurimus, satis δαψιλέστερος largior. Բազմագոյն. շատ եւս. առաւելագոյն. երկարագոյն. *Գտան… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • больми — (70) нар. В большей степени, сильнее; очень: тоже отрокъ больми оужасес˫а. ЖФП XII, 43в; зѣло больми чьтоуть того и люб˫ать. (οὐχ ἥκιστα) ЖФСт XII, 34; на скопьца же больми и се правило наводить. ˫ако аще и мирьстии чл҃вци соуть. и живоуть въ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • PADUS — fluv. Italiae, nulli amnium claritate inferior, praecipue poenâ Phaethontis nobilis, de qua vide Eridanus; sie enim amnis iste Graecis Poetis dici solet. Martial. l. 10. Epigr. 12. v. 2. Et Phaethonteei qui petis arva Padi. De vocabulo Padi, ita… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιπλέον — (AM ἐπιπλέον και ἐπιπλεῑον και ἐπὶ πλέον και ἐπὶ πλεῑον) επίρρ. περισσότερο, ακόμη περισσότερο, επιπρόσθετα, εκτός τών άλλων, όλο και πιο πολύ, παραπάνω …   Dictionary of Greek

  • μέγαρο — Τύπος κατοικίας της αρχαιότητας με ορθογώνια ως επί το πλείστον κάτοψη, που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην Ελλάδα, στη Μικρά Ασία κ.α. Η λέξη είναι ομηρική, αν και μεγαροειδείς κατοικίες υπάρχουν ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ. στη Θεσσαλία (Σέσκλο,… …   Dictionary of Greek

  • болии — (болии1300) сравн. степ. 1.Больший по величине: и тако нали˫аша кандила вьсѩ. и избысѩ ѥго больша˫а часть. ЖФП XII, 53в; твоѥ чрѣво бѣ всѣхъ болѥ. СбТр XII/XIII, 15; аще и наводненьемь. или проданьемь. или проль˫аньемь рѣкы больши буде(т) нива.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… …   Dictionary of Greek

  • πλειοψηφία — και πλειονοψηφία, η, ΝΑ ο μεγαλύτερος αριθμός ψήφων, η πλειονότητα τών ψήφων ή τών ψηφοφόρων σε μία διαδικασία ψηφοφορίας νεοελλ. 1. φρ. α) «απόλυτη πλειοψηφία» (δημ. δίκ.) η συμφωνία τής βουλήσεως ως προς το συζητηθέν θέμα τού ημίσεως συν ενός… …   Dictionary of Greek

  • προσεκκαλύπτω — Α [ἐκκαλύπτω] αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω επί πλέον («ἡ δὲ τῶν Ῥωμαίων ἐπικράτεια... πλεῑόν τι προσεκκαλύπτει τῶν παραδεδομένων πρότερον», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • προσκαίω — και αττ. τ. προσκάω Α [καίω] 1. αναφλέγω, καίω επί πλέον («ἐν τοῑς ἑψομένοις προσκάει τὸ πλεῑον πῡρ», Αριστοτ.) 2. φρ. «προσκαίομαί τινι» μτφ. διακαίομαι από έρωτα για κάποιον («ἐκείνῳ τότε ἰσχυρῶς προσεκαύθη», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»